προσανατάσσω

προσανατάσσω
Α
1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι επί πλέον
2. επαναφέρω κάτι ακόμη στην αρχική του θέση («πέφυκε... προσανατάσσειν ἑαυτὰ τῇ ψυχῇ [τὰ πάθη]», Αρτεμίδ. Δαλδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατάσσω «τοποθετώ κάτι στην αρχική του θέση, τακτοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσανατάξωμαι — προσανατάσσω draw up besides aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατάσσειν — προσανατάσσω draw up besides pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”